σπογγῶδες

σπογγῶδες
σπογγώδης
masc/fem voc sg
σπογγώδης
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • ζουφάδα — και ζοφάδα, η [ζουφός] 1. ισχνότητα, ατροφικότητα 2. το να είναι κάτι σπογγώδες …   Dictionary of Greek

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • σηραγγώ — όω, Α [σῆραγξ, αγγος] 1. καθιστώ κάτι σηραγγώδες, σπογγώδες 2. παθ. σηραγγοῡμαι, όομαι γίνομαι κοίλος, κούφιος («πολλὰ περὶ γῆν τε καὶ ὑπὸ γῆν σηραγγοῡται», Ηλιόδ.) …   Dictionary of Greek

  • σομφότητα — η / σομφότης, ητος, ΝΑ [σομφός] το να είναι κάτι σομφό, σπογγώδες …   Dictionary of Greek

  • σπογγώδης — ες / σπογγώδης, ῶδες, ΝΜΑ, και σφογγώδης Α [σπόγγος / σφόγγος] αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως προς τη σύσταση, απορροφητικός σαν σπόγγος, σπογγοειδής, πορώδης νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγώδη οι σπόγγοι, το φύλο τών σπόγγων 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τυρφώνας — ο, Ν 1. κοίτασμα τύρφης 2. μέρος όπου σχηματίζεται ή φυλάσσεται η τύρφη την οποία εξάγουν από τα έλη 3. (γεωλ. οικολ.) τύπος υγροβιότοπου που χαρακτηρίζεται από σπογγώδες, ελάχιστα αποστραγγιζόμενο τυρφικό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • τύρφη — Τύπος άνθρακα ο οποίος προέρχεται από την αργή εξαλλοίωση φυτικών τμημάτων, που συγκεντρώνονται σε τεράστιες μάζες, αποτελώντας ποανθρακωρυχεία ή τεναγώδη κοιτάσματα παλαιάς σύστασης. Η τ. εμφανίζεται με μορφή σπογγώδη και ινώδη και είναι ένα… …   Dictionary of Greek

  • γλουτένη — Φυτική πρωτεΐνη που αποτελεί συστατικό των σπόρων των δημητριακών. Στην πρωτεΐνη αυτή οφείλεται η διόγκωση και η ελαστικότητα της αρτομάζας, καθώς έχει την ιδιότητα να συγκρατεί το παραγόμενο διοξείδιο του άνθρακα και να δημιουργεί το σπογγώδες… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόφιλα — Φυτά που για να αναπτυχθούν χρειάζονται έντονη ηλιακή ή τεχνητή ακτινοβολία. Φυτρώνουν σε ανοιχτές περιοχές και δεν μπορούν να ζήσουν για πολύ καιρό στη σκιά. H. φυτά είναι τόσο τα ποώδη, όπως το πεντάνευρο, η νυμφαία κ.ά., όσο και τα ξυλώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”